Έναν νέο, πιο «συνειδητοποιημένο» Έλληνα καταναλωτή διαμόρφωσαν η αυξανόμενες τιμές και η οικονομική πίεση των τελευταίων ετών.
Η έμφαση μετατοπίζεται ξεκάθαρα στην τιμή και τη χρηστικότητα, οδηγώντας σημαντικό τμήμα του κοινού σε περιορισμό των δαπανών, υιοθέτηση φθηνότερων επιλογών και μεγαλύτερη προτίμηση στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας. Ως αποτέλεσμα, η συμπεριφορά στο λιανεμπόριο έχει γίνει περισσότερο οργανωμένη, λιγότερο παρορμητική και εστιασμένη στη μακροπρόθεσμη εξοικονόμηση.
Όπως επισημαίνει ο Γεώργιος Μπάλτας, Καθηγητής Μάρκετινγκ & Επικοινωνίας του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, οι πρόσφατες έρευνες σκιαγραφούν σαφείς αλλαγές στις καταναλωτικές συνήθειες. Ο καταναλωτής εστιάζει πλέον στον παράγοντα της τιμής – ειδικά δεδομένης της μείωσης της αγοραστικής του δύναμης – γεγονός που επηρεάζει τις τελικές του επιλογές:
«Κοινός παρονομαστής στη νέα καταναλωτική συμπεριφορά είναι ο αναβαθμισμένος ρόλος της τιμής στις αποφάσεις των καταναλωτών. Εφόσον υποχωρεί η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, το ενδιαφέρον τους επικεντρώνεται στο κόστος των προϊόντων».
Καταναλωτική συμπεριφορά σε ένα περιβάλλον ανατιμήσεων
Ποσοστά που κυμαίνονται από 16% μέχρι 56% -ανάλογα τον κλάδο- δηλώνουν ότι έχουν περιορίσει την κατανάλωση βασικών αγαθών εξαιτίας των ανατιμήσεων. Οι καταναλωτές γίνονται πιο επιλεκτικοί και οργανωμένοι, επιλέγοντας σταθερά φθηνότερες λύσεις, όπως τα private label προϊόντα, τα οποία δεν εξοικονομούν μόνο χρήματα αλλά και χρόνο, διευκολύνοντας τις τακτικές αγορές.
Ενώ, το κοινό δείχνει αυξανόμενη δυσαρέσκεια έναντι εταιρειών και brands που θεωρεί ότι επιδεικνύουν αδιαφορία ή αισχροκέρδεια.
Σύμφωνα με τον κ. Μπάλτα, ο συσσωρευμένος πληθωρισμός «παραμένει σε μη επιθυμητά επίπεδα, διαμορφώνοντας σημαντικές ανατιμήσεις» σε καίριους τομείς: Από τον Ιούνιο 2021 ως τον Ιούνιο 2025, ο επίσημος δείκτης τιμών καταναλωτή αυξήθηκε σχεδόν 20%, ενώ στα τρόφιμα οι αυξήσεις έφτασαν το 32%, σε ένδυση-υπόδηση 22% και στο κόστος στέγασης 24%. Ο λογαριασμός ρεύματος εκτιμάται πως σημείωσε άνοδο περίπου 40%, επηρεάζοντας πολλαπλάσια το διαθέσιμο εισόδημα. Οι παραπάνω ανατιμήσεις – συχνά υποτιμημένες στις μετρήσεις – επιβαρύνουν ιδιαίτερα πολλές ελληνικές οικογένειες.
Επαναπροσδιορισμός προτεραιοτήτων και οικονομικής καθημερινότητας
Το μεγαλύτερο ή και ολόκληρο το διαθέσιμο εισόδημα δαπανάται σε διατροφή, στέγαση και ενέργεια. Σύμφωνα με ανεξάρτητες έρευνες, η επιβάρυνση αυτή επηρεάζει όχι μόνο τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά, αλλά αγγίζει συνολικά την αγοραστική συμπεριφορά. Προκύπτει μια τάση αναδιάταξης των προτεραιοτήτων, με διάχυτο περιορισμό της κατανάλωσης και στροφή σε προσιτότερες λύσεις.
Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο κ. Μπάλτας: «Η ακρίβεια είναι ένα σύνθετο πρόβλημα που δεν έχει εύκολες λύσεις. Αν θέλουμε να βελτιώσουμε τη θέση του καταναλωτή απαιτείται ένας συνδυασμός μέτρων», όπως η ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής, ο έλεγχος των τιμών της ενέργειας, η πάταξη της αισχροκέρδειας και η στήριξη του ανταγωνισμού. Παράλληλα, μικρότερα μέτρα, όπως το «καλάθι του νοικοκυριού», λειτουργούν συμπληρωματικά.
Επιπτώσεις στις επιχειρήσεις – Η αλυσίδα του αυξημένου κόστους
Η άνοδος τιμών στα αγαθά, τα ακίνητα και την ενέργεια μετακυλίεται και στις επιχειρήσεις, αυξάνοντας σημαντικά το κόστος λειτουργίας και καθιστώντας τες λιγότερο ανταγωνιστικές στην εγχώρια και στη διεθνή αγορά. Ιδιαίτερα για την ελληνική βιομηχανία, το κόστος ενέργειας αποτελεί διαχρονικό βραχνά.
Όπως τονίζει ο κ. Μπάλτας: «Η ακρίβεια και η αντιμετώπισή της είναι ένα θέμα με αναπόφευκτες κοινωνικές, πολιτικές και επιχειρηματικές προεκτάσεις... Για αυτό είναι χρήσιμο αφενός να ακούμε όλες τις πλευρές και αφετέρου να καταφεύγουμε στη σαφήνεια των αξιόπιστων δεδομένων για να κατανοήσουμε ένα τέτοιο ζήτημα».
Διακοπές 2025: Η επιτακτική ανάγκη για εξοικονόμηση
Τα στοιχεία της έρευνας του ΙΕΛΚΑ (Ιούνιος 2025) καταγράφουν έντονη στροφή των Ελλήνων σε φθηνότερες μορφές καλοκαιρινών διακοπών – σαφής αντανάκλαση του μειωμένου διαθέσιμου εισοδήματος και του αυξημένου κόστους διαμονής και μετακίνησης.
Η προετοιμασία γευμάτων στη διαμονή και η συχνή αγορά τροφίμων από σούπερ μάρκετ, φούρνους και τοπικά καταστήματα αποτελούν βασικό γνώρισμα της νέας συμπεριφοράς, συμβάλλοντας ωστόσο στην ανάπτυξη της τοπικής αγοράς στις τουριστικές περιοχές.
Σύμφωνα με τα ευρήματα, το 52% των συμμετεχόντων δεν σκοπεύει να κάνει φέτος διακοπές, ενώ όσοι ταξιδέψουν, στη συντριπτική τους πλειονότητα, επιλέγουν πιο οικονομικές λύσεις: εξοχική κατοικία (54%), ενοικιαζόμενα δωμάτια (21%) και ξενοδοχεία μόλις με 7%. Το 5% επιλέγει camping και άλλα τόσα ταξίδι στο εξωτερικό. Ο μέσος χρόνος διακοπών για όσους μετακινηθούν αγγίζει τις 11,3 ημέρες, επιβεβαιώνοντας τη στροφή στις συγκρατημένες αποδράσεις.
Ενδεικτικό της εξοικονόμησης είναι ότι το 50% δηλώνει πως μαγειρεύει συχνά στις διακοπές, το 62% επισκέπτεται σούπερ μάρκετ ή μίνι μάρκετ για την κάλυψη αναγκών, και το 71% επιλέγει φούρνους και αρτοποιεία. Παράλληλα, το 53% των καταναλωτών προτιμά να αγοράζει τοπικά προϊόντα, ενισχύοντας την τοπική οικονομία.
Συνολικό κόστος διακοπών και αγοραστική συμπεριφορά
Κατά μέσο όρο, οι φετινές τουριστικές δαπάνες κυμαίνονται στα 24€ για «τουριστικά» είδη, 25€ για λοιπά είδη και 153€ για τρόφιμα εκτός εστίασης – στοιχείο που επιβεβαιώνει τη στροφή στην αυτεξυπηρέτηση και στις επισκέψεις σε τοπικά σημεία λιανικής. Πάνω από το 60% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι θα περιορίσει περαιτέρω τις αγορές φέτος, με κύριο ανασταλτικό παράγοντα το μειωμένο εισόδημα (68%) και ακολουθούν οι αυξημένες τιμές εισιτηρίων, διαμονής και εστίασης.
Η επισκόπηση των σημείων πώλησης τροφίμων δείχνει πως φούρνοι και αρτοποιεία (60%), μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ (48%) και μίνι μάρκετ (32%) κερδίζουν την προτίμηση των καταναλωτών για το καλοκαίρι, ενώ η υποστήριξη της τοπικής αγοράς εμφανίζεται εντονότερη σε σχέση με τους υπόλοιπους μήνες του έτους