Παρά τις διεθνείς αβεβαιότητες και τις επίμονες γεωπολιτικές προκλήσεις, η ελληνική οικονομία διατηρεί την αναπτυξιακή της τροχιά, όπως αναφέρει ο πρόεδρος του ΚΕΠΕ, Παναγιώτης Λιαργκόβας, στη σύνοψη του νέου τεύχους του περιοδικού «Οικονομικές Εξελίξεις».
Το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών αναθεώρησε ελαφρώς προς τα κάτω την εκτίμησή του για τον ρυθμό ανάπτυξης του 2025 στο 2,2%, έναντι προηγούμενης πρόβλεψης για 2,3%.
Η οικονομία βρίσκεται σε κρίσιμη μεταβατική φάση, με εξωτερικές πιέσεις όπως η ρευστή κατάσταση στην Ερυθρά Θάλασσα, ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι τεταμένες σχέσεις ΗΠΑ–Κίνας να επηρεάζουν το διεθνές εμπόριο και τις εξαγωγικές δυνατότητες της Ελλάδας.
Παράλληλα, η πρόσφατη πτώση στις επενδύσεις παγίου κεφαλαίου αποδίδεται τόσο σε εσωτερικούς παράγοντες, όπως οι αβεβαιότητες στην οικοδομική δραστηριότητα, όσο και στην επιφυλακτικότητα των επενδυτών.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2,5% στο δ’ τρίμηνο του 2024 και 2,2% στο α’ τρίμηνο του 2025, ποσοστά πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Η ιδιωτική κατανάλωση παρέμεινε βασικός πυλώνας στήριξης της ανάπτυξης, λόγω της αύξησης των πραγματικών εισοδημάτων και της μείωσης της ανεργίας.
Ωστόσο, η μείωση σε εξαγωγές υπηρεσιών και τουρισμό υπογραμμίζει τη συνεχιζόμενη εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από εξωτερικούς παράγοντες.
Η ανεργία μειώθηκε στο 9% τον Μάρτιο του 2025, ενώ αυξάνονται οι θέσεις πλήρους απασχόλησης, κυρίως στους κλάδους των επαγγελματικών υπηρεσιών, της εκπαίδευσης και του εμπορίου.
Ωστόσο, οι ανισότητες παραμένουν: η ανεργία είναι υψηλή στους νέους, τις γυναίκες και τους μακροχρόνια ανέργους.
Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί η αύξηση των κενών θέσεων εργασίας, κυρίως στον τουριστικό τομέα, που καταδεικνύει έλλειψη επαγγελματικής αντιστοίχισης.
Η αγορά ακινήτων εμφανίζει τάσεις υπερθέρμανσης, με τις τιμές να αυξάνονται ταχύτερα από τα εισοδήματα, αποκλείοντας κυρίως τους νέους και τα ευάλωτα νοικοκυριά από την πρόσβαση σε στέγη.
Η επενδυτική ώθηση μέσω προγραμμάτων όπως η «Χρυσή Βίζα» συνοδεύεται από πτώση στη ζήτηση στεγαστικών δανείων.
Προγράμματα όπως το «Σπίτι μου» επιχειρούν να στηρίξουν την προσιτή κατοικία, όμως απαιτείται συντονισμένη παρέμβαση για εξισορρόπηση της αγοράς.
Παρά την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος, οι κοινωνικές ανισότητες παραμένουν. Η ενεργειακή φτώχεια πλήττει περισσότερο τα φτωχά νοικοκυριά και τις αγροτικές περιοχές, ιδίως σε Ανατολική Μακεδονία, Ήπειρο, Θεσσαλία και Ιόνια Νησιά.
Το πρόβλημα επεκτείνεται και σε μη φτωχά νοικοκυριά, γεγονός που εντείνει την ανάγκη για πολιτικές ενεργειακής δικαιοσύνης και επενδύσεις σε υποδομές.
Ο γεωργικός τομέας, αν και περιορισμένος ως ποσοστό του ΑΕΠ, παίζει κρίσιμο ρόλο για την περιφερειακή και κοινωνική συνοχή.
Η κλιματική κρίση, η ενεργειακή αστάθεια και οι συνέπειες της πανδημίας έχουν επηρεάσει αρνητικά την παραγωγική βάση, με εντονότερες συνέπειες στη Θεσσαλία.
Η στρατηγική ανασυγκρότησης του τομέα απαιτεί ενίσχυση της απασχόλησης, διαφοροποίηση της παραγωγής και μείωση της εξάρτησης από εισαγόμενες εισροές.
Οι αμοιβές εργασίας στην Ελλάδα αντιστοιχούν στο 34% του ΑΕΠ, ποσοστό σημαντικά χαμηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 47%.
Παρά τις θετικές αποδόσεις και την ανάκαμψη μετά το 2012, η σχέση μεταξύ παραγωγικότητας και μισθών παραμένει προβληματική.
Η ανάγκη για ενίσχυση της θέσης των εργαζομένων και δίκαιη κατανομή του πλούτου είναι περισσότερο επιτακτική από ποτέ.
Η διατήρηση της αναπτυξιακής πορείας προϋποθέτει ολοκληρωμένο σχεδιασμό πολιτικής με σταθερό ρυθμιστικό περιβάλλον, προώθηση βιώσιμης απασχόλησης και αντιμετώπιση των ανισοτήτων.
Η ενίσχυση της γεωργίας, η παροχή προσιτής κατοικίας και η στήριξη της εργασίας ως βασικού παραγωγικού παράγοντα αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για ένα συνεκτικό και δίκαιο αναπτυξιακό μοντέλο.
Η ελληνική οικονομία δείχνει αντοχή, αλλά χρειάζεται αποφασιστικές πολιτικές τομές για να διασφαλιστεί η βιώσιμη ανάπτυξη και η κοινωνική συνοχή τα επόμενα χρόνια.