Αυξάνεται το ποσοστό των Ελλήνων που τάσσονται υπέρ της πυρηνικής ενέργειας, σύμφωνα με νέα δημοσκόπηση, καθώς προωθείται όλο και περισσότερο ως λύση στις μελλοντικές ενεργειακές προκλήσεις διεθνώς.
Στις αναφορές τους στην πυρηνική ενέργεια και το ενδεχόμενο στροφής της χώρας στην τεχνολογία, κυβερνητικά στελέχη αναφέρονται στο θέμα με ιδιαίτερη προσοχή, λόγω της αρνητικής στάσης της κοινής γνώμης που φαίνεται ωστόσο να αλλάζει.
Σύμφωνα με στοιχεία από ειδική έρευνα του Ευρωβαρόμετρου (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος), που παρουσιάζει η εταιρεία συμβούλων Athlos Energy σε ανάρτησή της στα κοινωνικά μέσα, σχεδόν οι μισοί Έλληνες πλέον υποστηρίζουν την πυρηνική ενέργεια.
Συγκεκριμένα, το ποσοστό των Ελλήνων που δηλώνουν θετικοί αυξήθηκε στο 43% το 2024 από το 35% το 2021 και μόλις 18% το 2018.
Από την άλλη πλευρά της εξίσωσης, το ποσοστό των Ελλήνων πολιτών που λένε «όχι» στην τεχνολογία μειώνεται. Στοιχεία δείχνουν ότι το ποσοστό υποχώρησε το 2024 στο 47%, από το 54% το 2021 και το 74% το 2018.
Παρά το κενό ενημέρωσης που ουσιαστικά υπάρχει σχετικά με την πυρηνική ενέργεια, ειδικοί εκτιμούν ότι παράγοντες όπως η υψηλή τιμή του ρεύματος και οι μεγάλες αυξομειώσεις στην τιμή του φυσικού αερίου οδηγούν πολλούς στην επανεξέταση της στάσης τους απέναντι στην τεχνολογία.
Ο Διονύσης Χιώνης, συνιδρυτής της Athlos Energy, πρόσφατα ανέφερε σε συνέντευξή του στο BD ότι λόγω της αρνητικής στάσης της κοινής γνώμης τα πολιτικά κόμματα δεν θέλουν να πάρουν το πολιτικό ρίσκο και να βγουν επίσημα να μιλήσουν υπέρ ή κατά της πυρηνικής ενέργειας.
«Απλά νομίζω ότι σιγά σιγά ο κόσμος θα αρχίσει να γίνεται πιο ρεαλιστής. Καταλαβαίνουμε ότι τα σχέδια της πράσινης μετάβασης ίσως να ήταν και υπερφιλόδοξα. Όταν λέμε ότι θα βάλουμε παντού αιολικά πάρκα, φωτοβολταϊκά πάρκα, ναι, είναι μια λύση -ειδικά για τη χώρα μας, δεν μπορούμε να πούμε ότι μια χώρα με ήλιο και αέρα δε θα χρησιμοποιήσει τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αλλά στο τέλος της ημέρας πρέπει να δούμε τη γενική εικόνα και να κατανοήσουμε πώς θα παράξουμε αυτά τα τεράστια ποσά ενέργειας που χρειαζόμαστε», υπογραμμίζει ο ίδιος.
Οι αρνητικοί της Ευρώπης
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι παρά την πιο φιλική στάση των Ελλήνων, η χώρα μας παραμένει από τις πιο αρνητικές απέναντι στη λύση των πυρηνικών αντιδραστήρων.
Στοιχεία από το Ευρωβαρόμετρο του 2024 δείχνουν ότι μόνο οι Αυστριακοί είναι πιο αρνητικοί με ποσοστά 67%, ενώ κοντά βρίσκονται και οι Γερμανοί (45%) και οι Ρουμάνοι (43%).
Στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης παρατηρείται μια μετατόπιση ενδιαφέροντος υπέρ της πυρηνικής ενέργειας εκτός από την Ιταλία, τη Σλοβακία, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, την Αυστρία και τη Μάλτα.
Γιατί αλλάζει η κοινή γνώμη;
Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (ΔΟΕ), η στροφή υπέρ της πυρηνικής ενέργειας διεθνώς οφείλεται τόσο στις νέες τεχνολογίες όσο και στις αυξημένες ανάγκες για ενέργεια.
«Τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί το ενδιαφέρον για την κατασκευή νέων πυρηνικών σταθμών και την παράταση της διάρκειας ζωής των υφιστάμενων, γεγονός που δείχνει μια πιθανή ανάκαμψη της βιομηχανίας. Αυτό οφείλεται στην ενίσχυση της πολιτικής υποστήριξης, την τεχνολογική πρόοδο και τις αυξανόμενες ανάγκες για ενέργεια όλο το εικοσιτετράωρο, συμπεριλαμβανομένων των κέντρων δεδομένων», αναφέρεται στην έκθεση.
Το μεταβαλλόμενο πολιτικό τοπίο δημιουργεί, επίσης, τις προϋποθέσεις ώστε να συνεχίσει η πυρηνική ενέργεια να συμβάλλει σημαντικά στα συστήματα ηλεκτρικής ενέργειας σε όλο τον κόσμο.
Τρία σενάρια παρουσιάζονται στην έκθεση σχετικά με τις αναμενόμενες επενδύσεις στον κλάδο:
- Από περίπου 65 δισ. δολάρια ετησίως σήμερα, οι επενδύσεις μπορεί να αυξηθούν στα 70 δισ. δολάρια ετησίως έως το 2030 σε ένα σενάριο που αντανακλά τις σημερινές ρυθμίσεις πολιτικής, θέτοντας την παγκόσμια πυρηνική δυναμικότητα σε τροχιά αύξησης κατά περισσότερο από 50% σε σχεδόν 650 GW έως το 2050.
- Στο δεύτερο σενάριο, οι πυρηνικές επενδύσεις μπορεί να αυξηθούν ταχύτερα με ισχυρότερη παρεμβάσεις κυβερνητικής πολιτικής, φτάνοντας τα 120 δισ. δολάρια το 2030.
- Το τρίτο σενάριο προβλέπει επενδύσεις που υπερβαίνουν τα 150 δισ. δολάρια μέχρι το 2030 και εγκατεστημένη ισχύ που ξεπερνά τα 1 000 GW μέχρι το 2050.