Η πρόσφατη αμυντική συμφωνία ανάμεσα στη Σαουδική Αραβία και το Πακιστάν σηματοδοτεί ένα νέο βήμα προς τη δημιουργία ενός ισλαμικού ΝΑΤΟ, με προοπτική επέκτασης και σε άλλες ισλαμικές χώρες. Η συμφωνία αυτή, σύμφωνα με αναλυτές, έχει τη δυνατότητα να μεταβάλει τις ισορροπίες στη Μέση Ανατολή, προσφέροντας στους Σαουδάραβες ένα ισχυρό αποτρεπτικό μέσο μέσω των 170 πυρηνικών κεφαλών του Πακιστάν. Παρά το γεγονός ότι το θέμα δεν έχει λάβει εκτεταμένη δημοσιότητα στη Δύση, ο αντίκτυπος στη γεωπολιτική σκηνή είναι σημαντικός.
Κεντρικό στοιχείο της συμφωνίας αποτελεί η ρήτρα συλλογικής άμυνας, σύμφωνα με την οποία «οποιαδήποτε επίθεση εναντίον οποιασδήποτε εκ των δύο χωρών θα θεωρείται επίθεση εναντίον και των δύο». Η διάταξη αυτή παραπέμπει άμεσα στο Άρθρο 5 του ΝΑΤΟ, που αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της συλλογικής άμυνας της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας.
Η ρήτρα αυτή συζητείται συχνά στο πλαίσιο πιθανής εφαρμογής της έναντι της Ρωσίας, ιδιαίτερα αν ο πόλεμος στην Ουκρανία επεκταθεί. Το Πακιστάν και η Σαουδική Αραβία διατηρούν μακροχρόνιες σχέσεις, με το Πακιστάν να διακηρύσσει διαχρονικά την πρόθεσή του να υπερασπιστεί τους ιερούς τόπους της Μέκκας και της Μεδίνας.
Η νέα συμφωνία ανάμεσα στη σουνιτική Σαουδική Αραβία, που θεωρείται η καρδιά του ισλαμικού κόσμου, και το Πακιστάν, το μοναδικό μουσουλμανικό κράτος με πυρηνικά όπλα, διαμορφώνει μια νέα τάξη πραγμάτων στην περιοχή.
Ο υπουργός Άμυνας του Πακιστάν, Χαουάτζα Ασίφ, δήλωσε πως «η αποτροπή που λαμβάνουμε από τα πυρηνικά όπλα, και από ό,τι άλλο στρατιωτικό μέσο διαθέτουμε, θα διατεθεί στη Σαουδική Αραβία σύμφωνα με αυτή τη συμφωνία». Παράλληλα, το Πακιστάν δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο ένταξης και άλλων ισλαμικών κρατών στον συνασπισμό, με τον αναπληρωτή πρωθυπουργό Ισάκ Νταρ να αναφέρει πως «και άλλες χώρες έχουν εκφράσει την επιθυμία για παρόμοιες ρυθμίσεις». Η συμφωνία υπεγράφη από τον Σαουδάραβα πρίγκιπα διάδοχο Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν και τον πρωθυπουργό του Πακιστάν Σεχμπάζ Σαρίφ.
Η υπογραφή της συμφωνίας πραγματοποιήθηκε λίγο μετά τις αεροπορικές επιδρομές του Ισραήλ εναντίον αξιωματούχων της Χαμάς που συζητούσαν τις αμερικανικές προτάσεις κατάπαυσης του πυρός στο Κατάρ. Η ενέργεια αυτή έπληξε την αξιοπιστία των ΗΠΑ στην περιοχή, ιδιαίτερα για τις αραβικές χώρες και τα κράτη του Κόλπου.
Οι στρατιωτικές επιθέσεις του Ισραήλ σε Ιράν, Λίβανο, Υεμένη, Συρία και Κατάρ, επιτάχυναν τη συζήτηση για μια προστατευτική πυρηνική ομπρέλα μεταξύ ισλαμικών χωρών. Για το Πακιστάν, που αντιμετωπίζει οικονομικές και πολιτικές προκλήσεις, η συνεργασία αυτή αποτελεί μια αμοιβαία επωφελή επιλογή, ενώ η Σαουδική Αραβία ενισχύει τον ρόλο της στον ισλαμικό κόσμο.
Το Πακιστάν και η Τουρκία διατηρούν στενές σχέσεις, με ιστορικό συμμαχιών ήδη από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, όπως η συμμετοχή τους στο σύμφωνο της Βαγδάτης και τη μετέπειτα μετεξέλιξή του. Η στήριξη του Πακιστάν στην Τουρκία στο Κυπριακό παραμένει γνωστή.
Σήμερα, οι δύο χώρες κυβερνώνται από ηγέτες ισλαμιστικής ιδεολογίας, απομακρύνονται από τη Δύση και αλληλοϋποστηρίζονται σε σημαντικά γεωπολιτικά ζητήματα, όπως το Ναγκόρνο-Καραμπάχ και το Κασμίρ.
Γεωπολιτικές προκλήσεις και ελληνικά συμφέροντα
Απέναντι στη διαμορφούμενη ισλαμική στρατιωτική συμμαχία, προτείνεται η δημιουργία ενός τετραμερούς γεωπολιτικού άξονα Ελλάδας, Κύπρου, Ινδίας και Ισραήλ. Μια τέτοια σύμπραξη θα μπορούσε να προσφέρει σημαντικά γεωπολιτικά, ενεργειακά και στρατηγικά οφέλη για την Ελλάδα, για τους εξής λόγους:
1. Ενίσχυση της γεωστρατηγικής θέσης της Ελλάδας, που βρίσκεται σε κομβικό σημείο μεταξύ Ευρώπης, Ασίας και Αφρικής. Η συνεργασία με το Ισραήλ και την Ινδία ενισχύει τον ρόλο της χώρας ως σταθεροποιητικού παράγοντα στην Ανατολική Μεσόγειο.
2. Αντιστάθμισμα στην τουρκική επιρροή, καθώς η Τουρκία επιχειρεί να αυξήσει την επιρροή της σε Συρία, Λιβύη, Καύκασο και Βαλκάνια, ενώ Ινδία και Ισραήλ αντιμετωπίζουν με καχυποψία την τουρκική στήριξη στο Πακιστάν.
3. Συνεργασία στην άμυνα και ασφάλεια, με το Ισραήλ και την Ινδία να διαθέτουν προηγμένες τεχνολογίες και εμπειρία σε στρατιωτικές επιχειρήσεις. Η συνεργασία μπορεί να περιλαμβάνει κοινές ασκήσεις, ανταλλαγή πληροφοριών και συμπαραγωγή αμυντικού εξοπλισμού.
4. Ενεργειακή συνεργασία και ασφάλεια, καθώς η Ελλάδα και η Κύπρος μπορούν να λειτουργήσουν ως πύλη για τη μεταφορά φυσικού αερίου από το Ισραήλ προς την Ευρώπη, παρακάμπτοντας την Τουρκία. Η Ινδία ως μεγάλη αγορά ενέργειας μπορεί να επενδύσει ή να αγοράσει LNG, αξιοποιώντας τα ελληνικά λιμάνια και υποδομές.
5. Τεχνολογική και ψηφιακή συνεργασία, με το Ισραήλ να πρωτοπορεί σε τεχνολογία και startups, και την Ινδία να κατέχει ηγετική θέση στο λογισμικό και τις υπηρεσίες πληροφορικής. Η Ελλάδα μπορεί να επωφεληθεί από τη μεταφορά τεχνογνωσίας και τη δημιουργία ψηφιακών συνεργειών.
6. Ενίσχυση της διπλωματικής ισχύος της Ελλάδας σε διεθνή φόρα, όπως ΟΗΕ, ΕΕ και G20, αξιοποιώντας το κύρος και τις διεθνείς συμμαχίες της Ινδίας και του Ισραήλ.
7. Οικονομική και εμπορική επέκταση, με την Ινδία ως μία από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες και το Ισραήλ ως τεχνολογικό και επενδυτικό κόμβο. Η Ελλάδα μπορεί να λειτουργήσει ως εμπορική γέφυρα μεταξύ Ευρώπης και Ανατολής.
Συνολικά, η Ελλάδα καλείται να επιδιώξει τη δημιουργία άξονα συνεργασίας με Κύπρο, Ισραήλ και Ινδία, ώστε να ενισχυθεί στους τομείς της άμυνας, της ενέργειας, της οικονομίας, της τεχνολογίας και του εμπορίου.