Σε προσωρινή παύση έχουν τεθεί οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας όσον αφορά τον τερματισμό της συνεχιζόμενης σύγκρουσης. Την εξέλιξη αυτή επιβεβαίωσε το Κρεμλίνο με σημερινή ανακοίνωσή του, διευκρινίζοντας ότι προς το παρόν δεν έχει προγραμματιστεί νέα ημερομηνία για την επόμενη φάση των συνομιλιών.
Παράλληλα, ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου εξαπέλυσε κατηγορίες κατά των ευρωπαϊκών χωρών, αναφέροντας ότι αυτές εμποδίζουν τις διαπραγματεύσεις, παρόλο που η Μόσχα δηλώνει διατεθειμένη να συμμετέχει στη διαδικασία.
Όπως χαρακτηριστικά τόνισε ο Ντμίτρι Πεσκόφ, κατά την καθιερωμένη ενημέρωση των δημοσιογράφων στην οποία παρευρέθηκε και το AFP: «Οι δίαυλοι επικοινωνίας υπάρχουν, είναι καλά εδραιωμένοι. Οι διαπραγματευτές μας έχουν τη δυνατότητα να επικοινωνήσουν μέσω αυτών των διαύλων, αλλά προς το παρόν μπορούμε μάλλον να μιλάμε για μια παύση». Παρά τις υπάρχουσες υποδομές διαλόγου, δεν διαφαίνεται άμεσα κάποια κινητικότητα προς νέα συνάντηση.
Ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου υπογράμμισε επίσης: «Η ρωσική πλευρά παραμένει έτοιμη να ακολουθήσει το μονοπάτι του ειρηνικού διαλόγου. Ωστόσο το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι το εμποδίζουν αυτό είναι πράγματι αλήθεια».
Οι τελευταίες επίσημες συναντήσεις πραγματοποιήθηκαν νωρίτερα το έτος στην Κωνσταντινούπολη. Παρ’ όλα αυτά, δεν καταγράφηκε ουσιαστική πρόοδος στις διαπραγματεύσεις, μετά πέραν μίας συμφωνίας σχετικά με ανταλλαγές αιχμαλώτων πολέμου.
Ο Ντμίτρι Πεσκόφ αναφέρθηκε επίσης στις αντιδράσεις των ευρωπαϊκών χωρών γύρω από την εκκίνηση των κοινών στρατιωτικών ασκήσεων μεταξύ Ρωσίας και Λευκορωσίας, υποστηρίζοντας ότι οι ανησυχίες προκύπτουν από «συναισθηματική φόρτιση» και γενικευμένη εχθρότητα προς τη Ρωσία. Σύμφωνα με τον Ρώσο αξιωματούχο, «Οι δυτικοευρωπαϊκές χώρες υποφέρουν από συναισθηματική φόρτιση», ενώ πρόσθεσε πως η Ρωσία δεν συνιστά κίνδυνο για εκείνες.
Το ρωσικό υπουργείο Άμυνας ανακοίνωσε ότι ξεκίνησαν τα κοινά στρατιωτικά γυμνάσια υπό την κωδική ονομασία «Zapad», τα οποία εκτείνονται τόσο στις δύο χώρες όσο και στις θαλάσσιες περιοχές της Βαλτικής και του Μπάρεντς, ενισχύοντας τη γεωπολιτική ένταση στην ευρύτερη περιοχή.