Η πολιτική σκηνή στη Γαλλία βρίσκεται σε κομβικό σημείο, καθώς η προοπτική να μην λάβει ψήφο εμπιστοσύνης η κυβέρνηση του Φρανσουά Μπαϊρού θεωρείται πλέον σχεδόν βέβαιη, τόσο από τον Τύπο όσο και από τους αναλυτές.
Ο πρόεδρος της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν, φέρεται ήδη να εξετάζει τις επιλογές του για το άτομο που θα αναλάβει τον σχηματισμό μιας νέας κυβέρνησης, ικανής να καταρτίσει και να περάσει από την Εθνοσυνέλευση τον κρίσιμο κρατικό προϋπολογισμό για το 2026.
Η άρνηση συνεργασίας από τα δύο άκρα του πολιτικού φάσματος, την ακροδεξιά του «Εθνικού Συναγερμού» υπό την Μαρίν Λεπέν και τη ριζοσπαστική αριστερά της «Ανυπότακτης Γαλλίας» με επικεφαλής τον Ζαν-Λυκ Μελανσόν, περιορίζει σημαντικά τις εναλλακτικές του Μακρόν.
Η πιο ρεαλιστική προοπτική φαίνεται να είναι μια κυβερνητική συμμαχία μεταξύ των υφιστάμενων κυβερνητικών κομμάτων και τμημάτων της παραδοσιακής Αριστεράς, με αιχμή του δόρατος το Σοσιαλιστικό Κόμμα.
Ένα τέτοιο κυβερνητικό σχήμα εκτιμάται ότι θα μπορούσε να διασφαλίσει τη σταθερότητα και την απαραίτητη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, λαμβάνοντας τη στήριξη ή την ανοχή όλων όσων βρίσκονται πολιτικά ανάμεσα στη Λεπέν και τον Μελανσόν.
Πρόσφατα, η ηγεσία των Σοσιαλιστών κατέθεσε ένα εναλλακτικό σχέδιο προϋπολογισμού, το οποίο προβλέπει λιγότερα μέτρα λιτότητας σε σύγκριση με τον σχεδιασμό του πρωθυπουργού Μπαϊρού, των περίπου 44 δισ. ευρώ.
Παράλληλα, οι Σοσιαλιστές θέτουν ως βασική προϋπόθεση για τη συμμετοχή τους στην επόμενη κυβέρνηση τον ορισμό πρωθυπουργού προερχόμενου από τους κόλπους τους.
Ο γραμματέας του Σοσιαλιστικού Κόμματος, Ολιβιέ Φορ, δηλώνει «διαθέσιμος» για την ανάληψη του αξιώματος, ενώ ως πιθανός υποψήφιος προβάλλει και ο πρώην υπουργός και ευρωπαίος Επίτροπος, Πιέρ Μοσκοβισί, ο οποίος ηγείται σήμερα του γαλλικού Ελεγκτικού Συνεδρίου και με συχνές παρεμβάσεις του κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τη δημοσιονομική θέση της χώρας.
Το ενδιαφέρον όλων εστιάζεται πλέον στις προσεχείς κινήσεις του προέδρου Μακρόν. Εάν επιβεβαιωθεί η κατάρρευση της κυβέρνησης Μπαϊρού, ο Γάλλος πρόεδρος θα κληθεί είτε να διορίσει μεγαλύτερης συναίνεσης νέο πρωθυπουργό είτε, εναλλακτικά, να οδηγήσει τη χώρα σε νέες βουλευτικές εκλογές.
Σε μια τέτοια περίπτωση, σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, η ακροδεξιά φαίνεται να διατηρεί προβάδισμα και να διεκδικεί ακόμη και την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ενισχύοντας περαιτέρω το αίσθημα πολιτικής αβεβαιότητας στη Γαλλία.