Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έθεσε εκ νέου στο επίκεντρο τη δημόσια ασφάλεια, δηλώνοντας ότι προτίθεται να αντιμετωπίσει το πρόβλημα εγκληματικότητας στο Σικάγο. Κατά την προσφιλή τακτική του, χαρακτήρισε την πόλη ως «μακράν την πιο επικίνδυνη στον κόσμο», σε μια δήλωση που δημοσιοποίησε μέσω της πλατφόρμας Truth Social.
Στη σχετική ανάρτηση, ο Τραμπ υπογράμμισε πως «θα λύσω το πρόβλημα της εγκληματικότητας, όπως το έκανα ήδη στην Ουάσινγκτον», αναφερόμενος στις προηγούμενες ενέργειές του με την ανάπτυξη ομοσπονδιακών δυνάμεων.
Μετά από αντίστοιχες παρεμβάσεις στο Λος Άντζελες τον Ιούνιο και στην Ουάσινγκτον τον Αύγουστο, ο Τραμπ κλιμακώνει τη ρητορική του, απειλώντας να στείλει ομοσπονδιακούς πράκτορες και στρατιώτες σε μεγάλες αμερικανικές πόλεις που ελέγχονται από τους Δημοκρατικούς, όπως το Σικάγο, η Νέα Υόρκη, η Βαλτιμόρη και η Βοστώνη.
Σε επόμενη ανάρτησή του, τόνισε με κεφαλαία γράμματα πως «το Σικάγο είναι η παγκόσμια πρωτεύουσα των δολοφονιών», επιδιώκοντας να αναδείξει τη σοβαρότητα της κατάστασης και να ασκήσει επιπλέον πίεση στις τοπικές αρχές.
Ο δημοκρατικός κυβερνήτης του Ιλινόι Τζ.Μπ. Πρίτσκερ, ο οποίος έχει χαρακτηρίσει τον Τραμπ «δικτάτορα», καταγγέλλει ότι ο Αμερικανός πρόεδρος προσπαθεί να εργαλειοποιήσει τις ενέργειες ασφάλειας εν όψει των ενδιάμεσων βουλευτικών εκλογών του 2026.
Παράλληλα, τόσο ο Πρίτσκερ όσο και ο κυβερνήτης του Μέριλαντ Γουές Μουρ υποστηρίζουν ότι ο Τραμπ "επινοεί κρίσεις" ως πρόσχημα για να δικαιολογήσει την παρουσία ομοσπονδιακών δυνάμεων σε πολιτείες που διοικούνται από Δημοκρατικούς. Ενδεικτικά, η Βαλτιμόρη, που επίσης βρίσκεται στο στόχαστρο της ομοσπονδιακής παρέμβασης, ανήκει στο Μέριλαντ.
Στην αυξανόμενη πολιτική ένταση, ο Τραμπ απάντησε ότι «ο Πρίτσκερ χρειάζεται απεγνωσμένα βοήθεια, απλώς δεν το ξέρει ακόμα», επιμένοντας στη γραμμή ότι η ομοσπονδιακή παρέμβαση είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση της τάξης στους αστικούς ιστούς.